- πολυμορφισμός
- Διαφορά όψης μεταξύ ατόμων του ίδιου είδους, που αφορούν στη μορφή (κυρίως π.) αλλά και στο χρώμα (πολυχρωμισμός) ή στις διαστάσεις ή και άλλους χαρακτήρες. Όταν οι διαφορετικές μορφές είναι μονάχα δυο, τότε έχουμε διμορφισμό. Ο ατομικός π. έχει σχέση με την ποικιλία του είδους και συνίσταται σε παραλλαγές που συναντώνται στα μεμονωμένα άτομα, ανεξάρτητα από το φύλο και τις άλλες συνθήκες. Μεταξύ των εντόμων, αρκετά κοινός είναι ο μονογενής π., που συνίσταται στην ύπαρξη δύο ή περισσότερων διαφορετικών μορφών σε ένα ορισμένο φύλο ενός και του αυτού είδους: ονομάζεται ποικιλανδρία όταν το πολύμορφο φύλο είναι το αρσενικό (π.χ. στον κεράμβυκα υπάρχουν αρσενικά με τεράστιες γνάθους και άλλα με λιγότερο ή περισσότερο περιορισμένες), ενώ ποικιλογυνία λέγεται όταν διαφορετικές μορφές εκδηλώνονται μόνο στα θηλυκά (π.χ. στην πεταλούδαπαπίλιος ο δάρδανοςυπάρχουν 20 περίπου διαφορετικές θηλυκές μορφές)· όταν είναι πολύμορφα και τα δύο φύλα, ο π. λέγεται αμφιποικιλία. Ο συλλογικός π. αφορά όλα τα άτομα μιας ορισμένης ομάδας· λέγεται γενεαλογικός ή κυκλικός όταν εκδηλώνεται στα είδη που παρουσιάζουν εναλλαγές αγαμικών και γενετήσιων γενεών ή παρθενογενετικών και αμφιγονικών.
Ο π. είναι συχνός μεταξύ των οργανισμών που ζουν κατά αποικίες ή κοινωνίες: κάθε άτομο είναι εξειδικευμένο για να εκτελεί μια καθορισμένη εργασία και να εκπληρώνει ιδιαίτερες λειτουργίες προς όφελος ολόκληρης της οικογένειας. Έτσι στα κοιλεντερωτά υπάρχουν περιπτώσεις π. τόσο στις μόνιμες αποικίες πολυπόδων, όσο και στις επιπλέουσες αποικίες των μεδουσών: π.χ. στους κορμούς των πολυποδοειδών μερικών υδρομεδουσών ορισμένοι πολύποδες προορίζονται για τη σύλληψη της λείας και για την άμυνα, άλλοι για τη διατροφή της κοινότητας και άλλοι για την αναπαραγωγή. Μεταξύ των κοινωνικών εντόμων, όπως οι μέλισσες, τα μυρμήγκια και οι τερμίτες, βρίσκονται ανάλογα παραδείγματα και ο σχετικός π. λέγεται ταξικός: πράγματι, οι κοινωνίες αυτές περιλαμβάνουν κατηγορίες διαφορετικών ατόμων σύμφωνα με τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί: αναπαραγωγή (γόνιμα αρσενικά και θηλυκά), άμυνα (στρατιώτες), διάφορες εργασίες (εργάτριες). Υπάρχει επίσης π. που συνδέεται με τις εναλλαγές των εποχών, φαινόμενο που λέγεται κυκλομόρφωση ή εποχικός π.: έτσι σε πολλά είδη Λεπιδοπτέρων οι πεταλούδες των εαρινών, θερινών και φθινοπωρινών γενεών ή –στα τροπικά είδη– εκείνες της ξηράς εποχής ή της εποχής των βροχών είναι λίγο ή πολύ διαφορετικές στα χρώματα, στη μορφή και στο μέγεθος.
Κρυσταλλογραφία. Με τον όρο π. χαρακτηρίζεται η δυνατότητα να εμφανίζεται η ίδια ουσία σε διαφορετικές κρυσταλλικές μορφές. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να παρουσιαστεί τόσο στις ουσίες που βρίσκονται σε στοιχειώδη κατάσταση (στοιχεία), όσο και στις ενώσεις τους. Παραδείγματα στη φύση είναι το θείο που μπορεί να εμφανιστεί σε ρομβικούς κρυστάλλους ή σε βελονοειδείς μονοκλινείς κρυστάλλους· ο γραφίτης (εξαγωνικός) και το διαμάντι (κυβικό), πολυμορφικές όψεις του στοιχείου άνθρακας· ο αραγωνίτης (ρομβικός) και ο ασβεστίτης (τριγωνικός), πολυμορφικές όψεις του ανθρακικού ασβεστίου. Το κρυσταλλικό πυρίτιο μπορεί να εμφανιστεί με μορφή χαλαζία α τριγωνικού και χαλαζία β εξαγωνικού, τριδυμίτη εξαγωνικού και κρυστοβαλίτη κυβικού. Ο π. του σιδήρου χρησιμοποιείται στην τέμπερα και στην ανόπτηση, που συνίσταται ακριβώς στην αποφυγή ή πρόκληση μετάβασης από τη μια κρυσταλλική μορφή στην άλλη.
Οι διάφορες μεταβολές έχουν φυσικές ιδιότητες (απολέπιση, σημείο τήξης, σκληρότητα) διαφορετικές· αντίθετα έχουν όμοια χημική συμπεριφορά, γι’ αυτό και με τη χημική ανάλυση είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν πρόκειται για την ίδια ουσία. Ο π. οφείλεται στη διαφορετική στον χώρο διάταξη των ατόμων ή των μορίων της ουσίας στο κρυσταλλικό πλέγμα, που καθορίζεται από την πίεση και τη θερμοκρασία. Η μετάβαση από μια κρυσταλλική μορφή σε μια άλλη γίνεται σε μια καθορισμένη θερμοκρασία που λέγεται θερμοκρασία μετατροπής, πάνω από την οποία είναι σταθερή η μια από τις μορφές και κάτω από αυτήν η άλλη μορφή.
Το ορυκτό ρουτίλιο (με τη μορφή που λέγεται «κόμη της Αφροδίτης»).
Παράδειγμα πολυμορφισμού στην ορυκτολογία προσφέρει το διοξείδιο του τιτάνιου. Από το διοξείδιο αυτό προέρχεται ορυκτό, το βρουκίτης.
Το ορυκτό ανατάσης ή οκταεδρίτης.
Δύο δείγματα Κρηνιλάβρου με διαφορετικό χρωματισμό.
* * *ο, Ν1. βιολ. οι δομικές ή λειτουργικές διακυμάνσεις ή παραλλαγές που εμφανίζονται στα άτομα τού ίδιου είδους και που καθορίζονται από γενετικές διαφορές ή από διαφορετικές συνθήκες υπό τις οποίες ζουν και προσαρμόζονται οι διάφοροι οργανισμοί2. (κρυσταλλ.-χημ.) η συνθήκη κατά την οποία μια στερεά χημική ένωση απαντά σε περισσότερες από μία κρυσταλλικές μορφές, μορφές που παρουσιάζουν διαφορές ως προς τις φυσικές και, μερικές φορές, ως προς τις χημικές ιδιότητές τους, μολονότι ταυτίζονται τα διαλύματα και οι ατμοί τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polymorphism < πολύμορφος + κατάλ. -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Σπυρ. Μηλιαράκη].
Dictionary of Greek. 2013.